Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο μαστραπάς

См. также в других словарях:

  • μαστραπάς — ο (Μ μαστραπάς) νεοελλ. 1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι) 2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή 3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί… …   Dictionary of Greek

  • μαστραπάς — ο (λ. τουρκ.), μικρό δοχείο, γυάλινο, μεταλλικό ή πήλινο, για νερό ή κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • năstrapă — NĂSTRÁPĂ, năstrape, s.f. (înv. şi pop.) 1. Vas (de băut); cană; potir, cupă. 2. Cantitate de lichid cuprinsă într o năstrapă (1). – Din bg. năstrap, scr. nastrap. Trimis de LauraGellner, 05.06.2004. Sursa: DEX 98  năstrápă s. f., g. d …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»